- καστανεώνας
- ο (Μ καστανέων) [καστανέα]φυτεία από καστανιές, τόπος γεμάτος καστανιές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καστανεῶνας — καστανεών chestnut grove masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικολογία — Τμήμα της βιολογίας που μελετά τις σχέσεις των έμβιων όντων μεταξύ τους και ιδιαίτερα με το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Πριν από λίγο σχετικά χρόνο, η ο., ως επιστήμη μελέτης, ήταν περιορισμένη στον γεωργικό τομέα, με αντικειμενικό και πρακτικό… … Dictionary of Greek